πελλία

πελλία
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σπέλεθοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το σπέλεθος (πρβλ. πέλεθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιάσων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος των Φερών της Θεσσαλίας (; – 370 π.Χ.). Διαδέχθηκε το 378 π.Χ. τον πατέρα ή πεθερό του, Λυκόφρονα. Υπήρξε μαθητής του Αθηναίου σοφιστή Γοργία, του ρήτορα Ισοκράτη και άλλων σοφιστών, και παραδεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • SAGONES — mediô aevô dicti qui prius Curiosi, et antiquitus Frumentarii, publici nempe cursus prosecutores. Occurrit vox frequenter apud Cassiodorum, e quo colligi potest, non eos tantum publicum cursum curâsse, sed etiam pecunias publicas exegisse. Unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σπέλεθος — ή πέλεθος, ὁ, Α τα κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το επίθημα θος (πρβλ. όν θος, σπύρα θος), και πιθ. τα διπλά σύμφωνα τών τύπων σπέλληξι* και πελλία*. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”